χαμευνάς — on the ground fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμεύνας — χαμεύνᾱς , χάμευνα pallet bed fem acc pl χαμεύνᾱς , χάμευνα pallet bed fem gen sg (doric aeolic) χαμεύνᾱς , χαμεύνη a bed on the ground fem acc pl χαμεύνᾱς , χαμεύνη a bed on the ground fem gen sg (doric aeolic) χαμεύνᾱς , χαμεύνη a bed on… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμευνάδας — χαμευνάς on the ground fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμευνάδες — χαμευνάς on the ground fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμευνάδι — χαμευνάς on the ground fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμευνάδος — χαμευνάς on the ground fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευνή — η (Α εὐνή, επικ. γεν. εν. και πληθ. εὐνῆφι, εὐνῆφιν) νεοελλ. ναυτ. μικρή άγκυρα τών ναρκών από σκυροκονίαμα ή από χυτοσίδηρο αρχ. 1. ο τόπος όπου κοιμάται κάποιος, το κρεβάτι, η κλίνη («ἔβη εἰς εὐνήν», Ομ. Οδ.) 2. το στρώμα (α. «λέχος πόρσυνε καὶ … Dictionary of Greek
φυλλόστρωτος — ον και φυλλοστρώς, ῶτος, ὁ, ἡ, τὸ, Α στρωμένος, σκεπασμένος με φύλλα (α. «χαμεύνας φυλλοστρώτους», Ευρ. β. «φυλλοστρῶτι πέδῳ», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + στρωτος (< στρωτός < στόρνυμι), πρβλ. λιθό στρωτος, πορφυρό στρωτος] … Dictionary of Greek
χαμαιευνάς — άδος, ἡ, ΜΑ βλ. χαμευνάς … Dictionary of Greek